- υπόψιος
- -ον, Α1. αυτός τον οποίο βλέπει κανείς με υποψία2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα μάτια κάποιου, δηλαδή είναι ορατός, φανερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υποψ- τού ρ. ὑφορῶ (πρβλ. μέλλ. ὑπόψομαι) + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόψιος — viewed from beneath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόψιον — ὑπόψιος viewed from beneath masc/fem acc sg ὑπόψιος viewed from beneath neut nom/voc/acc sg ὑ̱πόψιον , ὑποψάω scrape gently imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὑ̱πόψιον , ὑποψάω scrape gently imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ὑποψάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόψια — ὑπόψιος viewed from beneath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόψιοι — ὑπόψιος viewed from beneath masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)